Σελίδες

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016



"Σονέτο του γλυκού παραπόνου"
Φοβάμαι μη χάσω το θαύμα
των αγαλμάτινων ματιών σου και τη μελωδία
που μου αποθέτει τη νύχτα στο μάγουλο
το μοναχικό ρόδο της ανάσας σου

Πονώ που είμαι σε τούτη την όχθη
κορμός δίχως κλαδιά μα πιότερο λυπάμαι
που δεν έχω τον ανθό, πόλφο ή πηλό
για το σκουλήκι του μαρτυρίου μου.

Αν είσαι εσύ ο κρυμμένος μου θησαυρός
αν είσαι εσύ ο σταυρός και ο υγρός μου πόνος,
αν είμαι το σκυλί της αρχοντιάς σου
μη με αφήσεις να χάσω ό,τι έχω κερδίσει

και στόλισε τα νερά του ποταμού σου
με φύλλα από το φρενοκρουσμένο μου φθινόπωρο.

-Λόρκα






Ο ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ ΤΙΜΑΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ MAX JACOB ÉTRANGER 2016
Με ιδιαίτερη χαρά σας ανακοινώνουμε ότι ο Τίτος Πατρίκιος τιμήθηκε με το γαλλικό Βραβείο Ποίησης Max Jacob Étranger 2016, για τη δίγλωσση ανθολογία ποιημάτων του με τον τίτλο «Sur la barricade du temps» («Στο οδόφραγμα του χρόνου»), σε μετάφραση και επιλογή της Marie-Laure Coulmin Koutsaftis, με πρόλογο του ιστορικού Olivier Delorme, από τις εκδόσεις Le Temps des Cerises (ISBN: 9-782370-710406). Η απονομή του βραβείου θα γίνει στις 11 Απρiλίου στο Παρίσι.

Το Βραβείο Max Jacob θεσμοθετήθηκε το 1950 από τη Florence Frank Jay Gould και τιμά κάθε χρόνο την ποιητική συλλογή ενός Γάλλου κι ενός ξένου ποιητή. Η βράβευση του Τίτου Πατρίκιου είναι η δεύτερη για Έλληνα ποιητή μέσα σε τρία χρόνια: το 2013 είχε βραβευθεί ο Θανάσης Χατζόπουλος με το βιβλίο Cellule, σε μετάφραση Alexandre Zotos και Louis Martinez (δίγλωσση έκδοση), από τις εκδόσεις Cheyne.


Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016







ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ 41 χρόνια από το θάνατό του

Τον είπαν ποιητή της θάλασσας, της ανοιχτωσιάς, των οριζόντων, του φευγιού και της αλμύρας. Ήταν ο Μαραμπού για τους φίλους, ο Κόλιας, αλλιώς ο αγαπημένος ποιητής των ναυτικών. 10 Φεβρουαρίου του 1975 άνοιξε για τελευταία φορά τα πανιά του για το στερνό χωρίς επιστροφή ταξίδι. Κι έγινε αυτό που φοβόταν και απευχόταν πάντοτε. Να΄χει ένα θάνατο κοινό και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες. Αυτός, ένας θαλασσινός που αγάπησε μόνο μια γυναίκα στη ζωή του, τη θάλασσα, πέθανε σαν στεριανός, άδοξα για τα μέτρα του. Τα ποιήματα που μας άφησε λίγα, μόλις τρεις ποιητικές συλλογές, Μαραμπού, Πούσι και Τραβέρσο, ένα μυθιστόρημα, τη Βάρδια και κάποια μικρότερα πεζά Στο άλογό μου, Λι και Του πολέμου. Εκείνο όμως που μετρά στην περίπτωση του Καββαδία είναι όχι η ποσότητα αλλά το ειδικό βάρος που έχει έτσι κι αλλιώς το έργο του, όχι μόνο για τους ναυτικούς ή τους ανθρώπους της θάλασσας γενικότερα, κι αυτό γιατί στους στίχους του ανιχνεύει κανείς και αναγνωρίζει τον παλμό και τον ήχο των κυμάτων, την αρρώστια του ναυτικού και την καθημερινή αναμέτρησή του με τη μοναξιά, τον ξενιτεμό, το θάνατο. Γεύεται στις λέξεις του την αλμύρα του νερού που τον κυκλώνει, νιώθει τα κρωξίματα των γλάρων, τον πανικό των τροπικών πυρετών, την προστυχιά των λιμανιών με τα φονικά, τα μαχαιρώματα, τις ηδονές των πορνείων, την ελευθεριότητα της έκφρασης, τον καημό του μοναχού και ξεχασμένου ναύτη στη μέση των ωκεανών.
  Δεν είναι τυχαίο που οι στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από δεκάδες μουσικούς και δεν είναι τυχαίο που έχει τραγουδηθεί όσο λίγοι ποιητές. Στην ποίησή του ένας αναγνώστης μπορεί να μη διαπιστώσει τη στιχουργική αρτιότητα, όμως θα έχει εισπράξει τη μαγεία του βιώματος που είναι δυνατότερο και ουσιαστικότερο από κάθε τεχνική τελειότητα του στίχου. Γιατί η ποίηση του Καββαδία είναι ποίηση ζωής, μνήμης, βιώματος, της ίδιας της ψυχής ενός αμαρτωλού, τρυφερού, ερωτικού και τολμηρού άντρα, που έφαγε με το κουτάλι αχόρταγα τη θάλασσα και όλη τη μαγεία της για 46 ολόκληρα χρόνια.